Σε συνεργασία με τον Φοροτεχνικό Ηλία Χατζηγεωργίου

Ο Ιούλιος αποτελεί πλέον παρελθόν, αλλά ο πλέον αγαπητός μήνας όλων μας, ο Αύγουστος, ήρθε εδώ και δύο ημέρες, φέρνοντας μαζί του το πρώτο φορολογικό νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης, που ψηφίστηκε την περασμένη Τρίτη.

Όπως είχαμε αναφέρει και στο προηγούμενό μας άρθρο, στο σημερινό θα αναφερθούμε στις διαφοροποιήσεις που έφερε στη ρύθμιση των 120 δόσεων ο Ν. 4621/2019.

Θα ξεκινήσουμε από τη σημαντικότερη αλλαγή που περιλαμβάνει, σε σχέση με την αρχική του μορφή, η οποία δεν είναι άλλη από τον τρόπο χειρισμού των φορολογούμενων στους οποίους έχουν ήδη ληφθεί μέτρα από το ελληνικό δημόσιο. Ο νόμος αναφέρει στο άρθρο 2.8 ότι αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης, οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί εις χείρας τρίτων σε βάρος του οφειλέτη δεν καταλαμβάνουν μελλοντικές απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του τρίτου υπό την προϋπόθεση ότι η κατάσχεση αφορά αποκλειστικά σε χρέη που έχουν ρυθμιστεί κατά τις διατάξεις του παρόντος και γνωστοποιείται στον τρίτο. Ποσά απαιτήσεων που γεννώνται μετά την ως άνω γνωστοποίηση, αποδεσμεύονται και αποδίδονται κατά νόμον, ενώ ποσά απαιτήσεων που γεννήθηκαν πριν από αυτή αποδίδονται στο Δημόσιο. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, οι ανωτέρω κατασχέσεις αναπτύσσουν πλήρως τις έννομες συνέπειές τους αναφορικά με τις μελλοντικές απαιτήσεις, από τη γνωστοποίηση της ανατροπής στον τρίτο. Τυχόν αποκτηθέντα δικαιώματα ή αξιώσεις τρίτων δεν αντιτάσσονται έναντι του κατασχόντος Δημοσίου. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω εδαφίων, ποσά που έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο δεν επιστρέφονται.

Με λίγα λόγια, όποιος φορολογούμενος κατά του οποίου έχουν ληφθεί ήδη μέτρα είσπραξης, εντάσσεται στη ρύθμιση του Ν. 4611/2019, γνωστή και ως ρύθμιση 120 δόσεων, δικαιούται αναστολή των μέτρων, εάν τα μέτρα έχουν ληφθεί για οφειλές που συμπεριλαμβάνονται στη ρύθμιση. Μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, είναι η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, κατασχέσεις εις χείρας τρίτου, όπως για παράδειγμα είναι τα ενοίκια και μια σειρά μέτρων δεσμεύσεων περιουσιακών στοιχείων.

Βέβαια, η αναστολή των μέτρων παραμένει σε ισχύ όσο παραμένει και η ρύθμιση σε ισχύ, για αυτό στο σημείο αυτό θα υπενθυμίσουμε πότε χάνεται η ρύθμιση του Ν. 4611/2019:

  • Εάν δεν πληρωθούν δύο συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης. Να θυμίσουμε βέβαια ότι εάν χαθεί μία δόση, στην εκπρόθεσμη πληρωμή της θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η προσαύξηση του 2% επί του ποσού αυτής.
  • Εάν δεν υποβληθούν οι προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή της, εντός τριών μηνών το αργότερο από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους. Εάν οι μη υποβληθείσες δηλώσεις έπρεπε να έχουν κατατεθεί στο παρελθόν, τότε θα πρέπει να ολοκληρωθούν εντός τριών μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής του φορολογούμενου στη ρύθμιση.
  • Εάν ο φορολογούμενος υποπέσει σε παραβάσεις των περιπτώσεων ι΄, ια΄, ιβ΄, ιε΄ ή ιστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 54 ή της παραγράφου 1 του άρθρου 58Α του Ν. 4174/2013 καθ’ υποτροπή. Δίνεται «δικαίωμα» δηλαδή να υποπέσει μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της ρύθμισης στις αναφερόμενες από τον νόμο παραβάσεις. Στη δεύτερη διαπίστωση, χάνει τη ρύθμιση.
  • Εάν δεν εξοφλήσει ή ρυθμίσει με την πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων τις οφειλές του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, εντός διμήνου από τη λήξη προθεσμίας καταβολής. Εάν οι οφειλές προϋπάρχουν της αίτησης για ρύθμιση και δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτή, θα πρέπει εντός διμήνου από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή να ρυθμιστούν ή να πληρωθούν.

Όπως παρατηρούμε, η παραμονή στη ρύθμιση των 120 δόσεων εξαρτάται και συνδέεται άμεσα με την πορεία των οφειλών από εδώ και στο εξής. Η ρύθμιση των 12 δόσεων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αξίζει να θυμίσουμε ότι χάνεται εάν χαθούν δύο δόσεις σε όλη τη διάρκεια της ρύθμισης. Δηλαδή, επιτρέπεται στον φορολογούμενο να χάσει μία μόνο δόση καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, ενώ η χαμένη αυτή δόση επιβαρύνεται με προσαύξηση ύψους 15%.

Χάνοντας τη ρύθμιση των 12 δόσεων, ο φορολογούμενος δεν θα έχει τηρήσει την προϋπόθεση των δύο μηνών, άρα θα δίνεται δικαίωμα στους αρμοδίους να «ρίξουν» τη ρύθμιση των 120 δόσεων και μαζί με το χάσιμο αυτής να επαναφέρουν τις προσαυξήσεις που έχουν αφαιρεθεί, αλλά και το χειρότερο, ότι θα επανέλθουν τα μέτρα είσπραξης που είχαν ανασταλεί.

Για αυτό απαιτείται μεγάλη προσοχή από τους φορολογούμενους, αφενός να μπορούν να πληρώνουν εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις και τις ρυθμίσεις τους και αφετέρου να ελέγχουν το taxis μήπως έχει βεβαιωθεί κάποιο ποσό, όπως, για παράδειγμα, είναι το πρόστιμο εκπρόθεσμης υποβολής κάποια δήλωσης (100 ευρώ) και δεν το καταλάβουν εγκαίρως κι έτσι χάσουν τις προθεσμίες πληρωμής των τρεχουσών οφειλών. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε στη φορολογική αρχή ότι θα έπρεπε να μεριμνήσει να στέλνει email στον φορολογούμενο όταν υπάρχουν βεβαιώσεις τέτοιων εκτάκτων ποσών, γιατί δεν είναι δυνατόν να μπαίνει ο καθένας καθημερινά στην εικόνα του στο taxis και να ελέγχει τις βεβαιωμένες οφειλές.

Οι υπόλοιπες αλλαγές είναι και αυτές θετικότερες για τους φορολογούμενους, αφού μπορεί να μειωθεί ακόμα περισσότερο το ποσό της ελάχιστης δόσης. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ν. 4621/2019, μειώνεται το ετήσιο επιτόκιο που επιβάλλεται στο ρυθμιζόμενο ποσό από το 5% στο 3%, καθώς επίσης και η ελάχιστη δόση στα 20 ευρώ από τα 30 ευρώ που ίσχυε μέχρι τώρα. Βέβαια τα εισοδηματικά κριτήρια που υπήρχαν για τον υπολογισμό της ελάχιστης δόσης εξακολουθούν να υπάρχουν κι έτσι η ελάχιστη δόση αυξάνεται για όποιον φορολογούμενο το 2017 είχε ετήσιο εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ. Εδώ βέβαια αξίζει να προτείνουμε ότι ίσως θα ήταν δικαιότερο για όποιον έχει υποβάλλει δήλωση για το 2018, να μπορεί να γίνει αναπροσαρμογή των κριτηρίων με τα νέα εισοδήματα της χρήσης 2018.

Επίσης, αλλάζει το τοπίο για τα νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αφού κι αυτά πλέον μπορούν να λάβουν έως 120 δόσεις για τις οφειλές τους, με μοναδική προϋπόθεση οι οφειλές να μην ξεπερνούν το 1 εκατ. ευρώ. Οι μειώσεις των προσαυξήσεων που εφαρμόζονται αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν.4621/2019.

Επιπλέον, σημαντικό θεωρείται το γεγονός ότι μπορούν να συμπεριληφθούν στη ρύθμιση οφειλές που βεβαιώνονται μέχρι την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση και αφορούν υποχρεώσεις ετών, υποθέσεων και περιόδων μέχρι και 31.12.2018, με μοναδική εξαίρεση τις οφειλές για τις οποίες η προθεσμία υποβολής δήλωσης λήγει μετά τις 31.12.2018. Με λίγα λόγια, για παράδειγμα, εάν έχει ξεχαστεί ένα ΦΠΑ του Β’ τριμήνου του 2017, αρχικά βεβαιώνεται μέσω της υποβολής της Περιοδικής Δήλωσης και στη συνέχεια ρυθμίζεται όταν θα είναι βεβαιωμένο. Μεγάλη προσοχή στο γεγονός ότι πρέπει να περάσει μία ημέρα για να εμφανιστεί το ποσό της δήλωσης στις βεβαιωμένες οφειλές. Οι μοναδικές οφειλές που δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να συμπεριληφθούν στην αίτηση, είναι αυτές που έχουν ήδη ρυθμιστεί με τη ρύθμιση των 100 δόσεων (Ν. 4305/2014 και Ν.4321/2015) και αυτή παραμένει σε ισχύ. Ακόμα κι εάν χαθεί, δεν θα μπορούν να ενταχθούν στις 120 δόσεις, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στον Ν. 4611/2019, γιατί οι ρυθμίσεις αυτές απωλέσθηκαν μετά τις 16/5/2019.

Τέλος, πλέον θα δίνεται κίνητρο σε όσους υποβάλλουν την αίτηση υπαγωγής, να πληρώσουν, εάν το επιθυμούν, ποσό προκαταβολής μεγαλύτερο της δόσης που επέλεξαν. Εάν ο οφειλέτης προκαταβάλει ποσό τουλάχιστον διπλάσιο της μηνιαίας δόσης του προγράμματος ρύθμισης που έχει επιλέξει, χορηγείται σε αυτόν ισόποση απαλλαγή επί των συνολικών προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής. Το ποσό της προκαταβολής θα πρέπει να δηλωθεί στην αίτηση και να πληρωθεί μαζί με την πρώτη δόση εντός 30 ημερών.

Κλείνοντας, θα πρέπει να τονίσουμε ότι όσοι έχουν ήδη μπει στη ρύθμιση των 120 δόσεων, μπορούν μέχρι τις 30/9 να κάνουν αίτηση αναπροσαρμογής με τα νέα δεδομένα, απλά θα πρέπει να περιμένουν μαζί με τους υπόλοιπους τις σχετικές διευκρινιστικές οδηγίες, οι οποίες θα πρέπει να εκδοθούν το συντομότερο δυνατόν.

Πηγή: e-forologia